- στρίβω
- και στρίφτω και στρίφω Ν1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι)2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα»)β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω κατεύθυνση («ο δρόμος στρίβει δεξιά»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στριμμένος, -η, -ο(για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, δύστροπος, κακεντρεχής4. (η προστ.) στρίβε ή στρίβε το(επιτιμητικά) φύγε, χάσου5. φρ. α) «στρίβω το λαρύγγι» — στραγγαλίζωβ) «τού 'στρίψε η βίδα» ή απλώς «τού 'στρίψε» — έχασε τα λογικά του, παραφρόνησεγ) «στρίβω τα λόγια μου» ή «στρίβω τον λόγο μου» — ή «τά στρίβω» — αναιρώ όσα προηγουμένως είπα ή αναιρώ υπόσχεση που έδωσα, υπαναχωρώδ) «στρίβω τα μούτρα μου» — κάνω χαρακτηριστική κίνηση δυσφορίας ή αποδοκιμασίαςε) «τό στρίβω» ή απλώς «στρίβω» — φεύγω γρήγορα ή κρυφάστ) «στρίβει από την κακία του [ή από το κακό του]» — βασανίζεται, υποφέρει από την κακία ή από το πείσμα του σαν να τού έχουν στρίψει τα έντεραζ) «στριμμένο άντερο»(για πρόσ.) στριμμένος, κακός, κακεντρεχής, δύστροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω, κατά το σχήμα έτριψα: τρίβω, έθλιψα: θλίβω].
Dictionary of Greek. 2013.